- υποκλονούμαι
- -έομαι, Α [κλονοῡμαι](ποιητ. τ.) παθ.1. υφίσταμαι κλονισμό, κλονίζομαι έτσι ώστε να πέσω («ἀμφὶ δὲ πάντη κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος», Κόϊντ.)2. συγκλονίζομαι, ταράζομαι από κάποιον («εἰ δ' ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Πηλείδῃ Ἀχιλῆι», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.